κοπρίτης

κοπρίτης
ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)]
βρομιάρης
νεοελλ.
1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος
2. νωθρός και δειλός, άνανδρος
3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπρίτης — ο θηλ. ισσα άνθρωπος φυγόπονος, ο οκνηρός, ο άνανδρος, ο τιποτένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • Karaghiosis — à Athènes Lieux d utilisation Grèce Manipulateurs célèbres Evgenios Spatharis …   Wikipédia en Français

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • κοπρεαίος — κοπρεαίος, ο (Α) (ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. εαίος είναι επινόηση τού Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κοπρομηχανή — η (για πρόσ.) αυτός που δεν εργάζεται, παρά μόνο παράγει κόπρανα, κοπρίτης, τεμπελόσκυλο …   Dictionary of Greek

  • κοπροποιός — κοπροποιός, όν (Α) 1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα 2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κοπροσκούληκας — ο 1. σκουλήκι που ζει στην κοπριά 2. (για πρόσ.) κοπρίτης, κοπρόσκυλο, άνθρωπος που δεν απομακρύνεται από το σπίτι του για να βρει δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκούληκ ας (< σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. ας, πρβλ. λέλεκ ας, μέρμηγκ ας)] …   Dictionary of Greek

  • κοπροσκυλιάζω — και κοπροσκυλώ, άω [κοπρόσκυλο] (για πρόσ.) είμαι κοπρίτης, περιφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, είμαι τεμπέλης …   Dictionary of Greek

  • κοπρόσκυλο — το 1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό σκυλο, τεμπελό σκυλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”